- ὁμοερκεῖς
- ὁμοερκήςwithin the same housemasc/fem acc plὁμοερκήςwithin the same housemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοερκής — ὁμοερκής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οικία ή στην ίδια φυλακή με κάποιον 2. φρ. «κίονες ὁμοερκεῑς» κίονες που χρησιμοποιούνταν ως στήριγμα σε μεταλλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ερκής (< ἔρκος «φραγμός»), πρβλ. ευ ερκής] … Dictionary of Greek